ὀπισθοβάταις — ὀπισθοβάτης mounting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοβάτην — ὀπισθοβάτης mounting masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
οπισθοβασία — η [οπισθοβάτης] το βάδισμα προς τα πίσω, ειδικότερα ως πάθηση νευροπαθών … Dictionary of Greek
οπισθοβατικός — ή, ό (Α ὀπισθοβατικός, ή, όν) [οπισθοβάτης] αυτός που αναφέρεται στον οπισθοβάτη, στον επιβήτορα. επίρρ... οπισθοβατικώς με βάδισμα προς τα πίσω, με τον τρόπο τής οπισθοβασίας … Dictionary of Greek
οπισθοβατώ — κινούμαι προς τα πίσω, βαδίζω προς τα πίσω έχοντας το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Μαυροφρύδη] … Dictionary of Greek